κόκα

κόκα
Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των βλαστών του– είναι μικρά και κιτρινωπά ή άσπρα με πέντε πέταλα. Οι καρποί του είναι επιμήκεις και κοκκινωποί, με μορφή δρύπης. Ο θάμνος της κ. σπάνια αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση και μοιάζει πολύ με την τριανταφυλλιά ή τον μυρτίλο· καλλιεργείται σε τροπικές περιοχές της Νότιας Αμερικής –κυρίως στην Κολομβία, στη Βολιβία και στο Περού– και της Ασίας, κυρίως σε ξηρά εδάφη, γιατί δεν αγαπά την υγρασία στις ρίζες του. Δεν προσβάλλεται από ασθένειες και ζει πολλά χρόνια. Τα φύλλα της κ. περιέχουν κοκαΐνη (περίπου 1,3%) και άλλα αλκαλοειδή. Ένας θάμνος της κ. μπορεί να αποδώσει έως 5 κιλά ξηρών φύλλων τον χρόνο. Η συγκομιδή των φύλλων γίνεται τρεις έως πέντε φορές σε ετήσια βάση. Το γένος ερυθρόξυλο περιλαμβάνει περίπου 200 είδη, από τα οποία τουλάχιστον τα 17 παράγουν κοκαΐνη, αλλά μόνο τα δύο την παράγουν σε σημαντικές ποσότητες. Mετά το 1985 άρχισε μια συντονισμένη προσπάθεια –σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες– καταστροφής των φυτειών κ., με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Μάλιστα, ο αεροπορικός ψεκασμός με ισχυρά ζιζανιοκτόνα δημιούργησε σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.
* * *
(I)
η
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erythroxylum coca τού γένους ερυθρόξυλο (οικογένεια ερυθροξυλίδες), από τα φύλλα τού οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. coca < ισπ. coca < kuka, λ. τής γλώσσας Κέτσουα τού Περού].
————————
(II)
και κόκκα, η (Μ κόκα και κόκκα)
1. εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή τού τόξου
2. (κατ' επέκτ.) το βέλος, η σαΐτα τού τόξου
νεοελλ.
1. κεφάλι, κρανίο, καύκαλο («είναι κόκα αρβανίτικη» — είναι άνθρωπος πεισματάρης, ξεροκέφαλος, που επιμένει στις απόψεις του
2. εντομή πάνω σε ξύλο ή μικρό χάσμα στην κόψη ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το μαχαίρι έχει κόκ(κ)ες»)
3. ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, πάνω στον οποίο χαράσσονταν εντομές αντί για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρο σημειωματάριο ή κατάστιχο σε συναλλαγές, αλλ. τσέτουλα
4. καλαμένιο σύνεργο για την ανέλκυση αχινών από τον πυθμένα
μσν.
είδος μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cocca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόκα — η (λ. ιταλ.) 1. κεφαλή, καύκαλο: Είναι κόκα αρβανίτικη. 2. μικρό δέντρο από το οποίο παράγεται η κοκαΐνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… …   Dictionary of Greek

  • κόκα κόλα — η (λ. αγγλ.), αναψυκτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόξυλο — (erythroxylon coca). Επιστημονική ονομασία του φυτού που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κόκα (βλ. λ.). * * * το θάμνος τών τροπικών περιοχών με κυριότερο είδος το Erythroxylum coca …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”